Το Κεφ. 149 αποτελεί το νομοθετικό υπόβαθρο του Δικαίου της Αντιπροσωπείας στην Κυπριακή έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα 142 έως 198 του Κεφ. 149, ρυθμίζουν όλα τα θέματα τα οποία άπτονται της σχέσης μεταξύ Aντιπροσώπου (Agent) και Aντιπροσωπευόμενου (Principal).
Ο Αντιπρόσωπος σε μία σχέση αντιπροσωπείας, αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενεργεί στο όνομα κάποιου άλλου και/ή να διασφαλίζει τα συμφέροντα του. Επομένως, μία σχέση αντιπροσωπείας θα πρέπει να περιλαμβάνει – τον αντιπρόσωπο και τον αντιπροσωπευόμενο, από την μία και τον αντισυμβαλλόμενο, από την άλλη.
Το Άρθρο 142 του Κεφ. 149 προβλέπει ρητά ότι ο «Αντιπρόσωπος», είναι αυτός που προσλαμβάνεται για τη τέλεση πράξης για λογαριασμό κάποιου άλλου. Επομένως, εάν κάποιος Α, ο οποίος διαμένει στο εξωτερικό, επιθυμεί να πωλήσει ένα ακίνητο στην Κύπρο, θα εξουσιοδοτήσει ένα Β (π.χ. κτηματομεσίτη) και/ή θα του δώσει εντολή, όπως εξεύρει έναν Γ αγοραστή. Ο κτηματομεσίτης σε μια τέτοια περίπτωση, εκλαμβάνεται ως ο νόμιμος αντιπρόσωπος του Α.
Πως δημιουργείται όμως, μία σχέση μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου; Το Κοινο δίκαιο αναγνωρίζει πέντε τέτοιους τρόπους:
- Με την δημιουργία Σύμβασης Αντιπροσωπείας (ειδική συμφωνία που ρητά καθορίζει τις εξουσίες και/ή υποχρεώσεις του Αντιπροσώπου)
- Με Φαινόμενη Πληρεξουσιότητα (Agency by Estoppel) – Άρθρο 197 Κεφ. 149
- Λόγω Έκτακτης Ανάγκης (Necessity) – Άρθρο 149 Κεφ. 149
- Με Επικύρωση (Ratification) – Άρθρο 156 Κεφ. 149
- Λόγω θέσης και/ή αξιώματος του Αντιπροσώπου – προβλέπεται νομολογιακά
Σύμφωνα με το άρθρο 146 Κεφ. 149, μία σύμβαση αντιπροσωπείας δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή, γραπτή ή προφορική, χωρίς να επηρεάζεται η εγκυρότητα της.
Σημαντικές επίσης είναι οι πρόνοιες του άρθρου 145 Κεφ. 149, σύμφωνα με τις οποίες δεν απαιτείται αντιπαροχή, για τη συνομολόγηση μίας σύμβασης αντιπροσωπείας. Η σημαντικότητα της εν λόγω πρόνοιας, έγκειται στο γεγονός ότι κάτι τέτοιο αποτελεί σημαντική εξαίρεση, στον γενικό κανόνα του Δικαίου των Συμβάσεων, που εκλαμβάνει το στοιχείο της αντιπαροχής, ως βασικό προαπαιτούμενο, για την εγκυρότητα οποιασδήποτε σύμβασης.
Ένα πληρεξούσιο έγγραφο δύναται να είναι είτε γενικό είτε ειδικό, χωρίς να απαιτείται να ακολουθηθεί κάποιος αναγκαστικός τύπος. Από την στιγμή που ο αντιπροσωπευόμενος υπογράφει το σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο, τότε εξουσιοδοτεί τον αντιπρόσωπο να ενεργεί για λογαριασμό του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο νόμος δεν συνδέει την ύπαρξη πληρεξούσιου εγγράφου, με την εγκυρότητα της σύμβασης αντιπροσωπείας. Παρ΄ όλα αυτά, θα πρέπει ο κάθε αντιπρόσωπος να μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποδείξει την ιδιότητα του αυτή, προσκομίζοντας το σχετικό πληρεξούσιο.
Τα άρθρα 171 έως 181 Κεφ. 149, περιλαμβάνουν τα καθήκοντα του αντιπροσώπου έναντι του αντιπροσωπευόμενου. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η σχέση των δύο, εδράζεται πάνω στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Επομένως ο αντιπρόσωπος οφείλει να ενεργεί πάντοτε με μοναδικό γνώμονα το καλώς νοούμενο συμφέρον του αντιπροσωπευόμενου. Στην περίπτωση δε που αντιπρόσωπος, προβεί σε κλοπή περιουσίας, που λήφθηκε με πληρεξουσιότητα για να την διαθέσει, τότε μια τέτοια πράξη αποτελεί ποινικό αδίκημα ( Άρθρο 270 Κεφ. 154) και ο υπαίτιος υπόκειτα σε ποινή φυλάκισης μέχρι δεκατεσσάρων χρόνων.
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις περιπτώσεις όπου ο αντιπρόσωπος ενεργεί για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου και η ταυτότητα του τελευταίου είναι γνωστή προς τον αντισυμβαλλόμενο, τότε ο ενοχικός δεσμός που δημιουργείται, μέσα από μία τέτοια σύμβαση, αφορά αποκλειστικά και μόνο τον αντιπροσωπευόμενο και τον αντισυμβαλλόμενο.
Στην περίπτωση όμως, που ο αντιπροσωπευόμενος δεν επιθυμεί να αποκαλύψει την ταυτότητα του προς τον αντισυμβαλλόμενο και δίνει εντολές στον αντιπρόσωπο να ενεργήσει ανάλογα, τότε ο ενοχικός δεσμός που θα προκύψει από μια τέτοια συμφωνία, θα αφορά τον αντιπρόσωπο και τον αντισυμβαλλόμενο.
Θεοχαρίδης Κ. Αναστάσης