Η επίκληση της ανωτέρας βίας και δίκαιο των συμβάσεων, εν μέσω πανδημίας

Η επίκληση της Ανωτέρας Βίας και Δίκαιο των Συμβάσεων, εν μέσω πανδημίας

Υπό το φως της παρούσης και/ή ενσκηψάσης υγειονομικής κρίσεως, ήτοι της πανδημίας COVID-19, τα συμβαλλόμενα μέρη και οι νομικοί σύμβουλοι αυτών, αναρωτιούνται ευλόγως πως διαμορφώνονται οι νομικές εξελίξεις, σε σχέση με την κατάρτιση και/ή την εκτελεστότητα των διαφόρων συμβολαίων και/ή συμφωνιών, εν μέσω της πρωτοφανούς και πρωτόγνωρης πανδημίας που προαναφέρθηκε.

Στην παρούσα νομική αρθρογραφία θα αποπειραθώμεν να προσδιορίσωμεν εννοιολογικώς αλλά και νομικώς, τη νομική έννοια της ανωτέρας βίας (Force Majeure, Vis Major, «Ακαταμάχητος Δύναμις») και/ή της «Αρχής της Ματαιώσεως» (Doctrine of Frustration), στα πλαίσια της πανδημίας και πως οι πιο πάνω νομικές έννοιες ενδεχομένως να βρίσκουν εφαρμοσιμότητα, στο Δίκαιο των Συμβάσεων.

Η παρούσα νομική ανάλυση θα επικεντρωθεί στις σχετικές διατάξεις του Αγγλικού Κοινοδικαίου και του Δικαίου της Επιείκειας (εάν και εφόσον η έννοια του Force Majeure προβλέπεται και/ή ρυθμίζεται από αυτό) και πως η έννοια αυτή, συναντάται και/ή προβλέπεται και/ή εφαρμόζεται, εις το αντίστοιχο Κυπριακό Δίκαιο των Συμβάσεων και/ή την Κυπριακή νομολογία.

Στο τέλος της παρούσης θα εξαχθούν συμπεράσματα, θα γίνει σύνοψη όλων των ανωτέρων και θα προταθούν λύσεις και/ή εισηγήσεις, για το τι δέον γενέσθαι.

Η έννοια της «Ανωτέρας Βίας» εις το Κοινοδίκαιο

Γενικά, κάποιος δύναται να επικαλεσθεί την έννοια της ανωτέρας βίας, με την επέλευση απρόβλεπτου και/ή αναπότρεπτου γεγονότος και/ή συμβάντος, το οποίο να εμποδίζει συμβαλλόμενο μέρος να εκπληρώσει και/ή να εκτελέσει συγκεκριμένους συμβατικού όρους και υποχρεώσεις, οι οποίες πηγάζουν εκ του συνομολογηθέντος συμβολαίου και/ή συμφωνίας.

Η έννοια της ανωτέρας βίας αποτελεί νομικό δημιούργημα του Γαλλικού Δικαίου και δεν έχει σαφή νομική σημασία, ούτε και συγκεκριμένο νομικό περιεχόμενο, εις το Αγγλικό δίκαιο. Επομένως, η δυνατότητα ενός εκ των συμβαλλομένων να επικαλεστεί λόγους ανωτέρας βίας και έτσι να ματαιώσει και/ή να αναβάλει την εκπλήρωση και/ή εκτέλεση συμβατικής υποχρεώσεως του, εξαρτάται από την ίδια καθ’ εαυτή την σύμβαση και κατά πόσον αυτή ενσωματώνει την συγκεκριμένη νομική δυνατότητα.

Λόγοι και/ή γεγονότα που δύνανται να στοιχειοθετήσουν Ανωτέρα Βία και τα οποία έχουν αποκρυσταλλωθεί από την ημεδαπή και αλλοδαπή νομολογία

Με βάση την θεωρία, εις το Κοινοδίκαιο για να έχουμε εφαρμογή και/ή επίκληση της έννοιας της ανωτέρας βίας, αυτή πρέπει να διέλθει μέσα από την βάσανο και/ή έλεγχο τριών σταδίων και/ή κριτηρίων, τα οποία έχουν προκαθορισθεί από τη νομολογία.

Αυτά είναι:

1. H επέλευση του επικληθησόμενου λόγου ανωτέρας βίας, θα πρέπει να υπερβαίνει το εύλογο της ανθρώπινης επιμέλειας και/ή δυνάμεως, του συμβαλλόμενου μέρους, το οποίο θα επικαλεστεί ως λόγο ματαίωσης και/ή αναβολής, συγκεκριμένης συμβατικής του υποχρέωσης, την ανωτέρα βία.

2. Η ικανότητα του συμβαλλομένου μέρους, το οποίο προτίθεται να προβεί σε επίκληση της ανωτέρας βίας, θα πρέπει να κωλύεται και/ή να παρεμποδίζεται σε δυσανάλογο βαθμό, με αποτέλεσμα να μην δύναται να προχωρήσει σε εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων.

3. Το συμβαλλόμενο μέρος, το οποίο προέβη σε επίκληση του λόγου της ανωτέρας βίας, θα πρέπει να προβεί σε όλα τα εύλογα και/ή ενδεικνυόμενα μέτρα, επί σκοπώ μετριασμού των όποιων αρνητικών συνεπειών, οι οποίες τυχών θα απορρεύσουν από την επίκληση του ως άνω λόγου.
Αυτά τα κριτήρια χρήζουν διαδοχικής εξέτασης.

Λόγοι και/ή γεγονότα που δύνανται να στοιχειοθετήσουν Ανωτέρα Βία:

Νομολογιακώς, έχουν καθιερωθεί δυο κατηγορίες περιστατικών και/ή γεγονότων ανωτέρας βίας: α) πολιτικοί και/ή νομικοί λόγοι, που άπτονται και/ή συνδέονται περισσότερο με αλλαγές του πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικού καθεστώτος και β) μη-πολιτικοί λόγοι που κατά κύριον λόγο αφορούν συμβάντα της φύσεως (κακοκαιρία, θεομηνία, παγετός, ξηρασία κλπ.).

Αναλόγως ποιας κατηγορίας αφορά η επίκληση της ανωτέρας βίας, διαφοροποιούνται και τα παρεχόμενα ένδικα μέσα προστασίας και/ή θεραπείας. Επί παραδείγματι, συμβαλλόμενος που επικαλείται ανωτέρα βία, δια λόγον πολιτικό, δύναται να επιδιώξει παράταση του χρόνου εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης, ενώ επίκληση μη-πολιτικού λόγου, δύναται να επιφέρει ακόμη και απαλλαγή και/ή αποδέσμευση από συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωση, του μέρους που επικαλείται, τους ως άνω λόγους.

Με βάση την ημεδαπή και αλλοδαπή νομολογία, σύμβαση και/ή συμφωνία δύναται να εμπεριέχει ρήτρα και/ή όρο δια λόγο ανωτέρας βίας, όπως «πανδημία», «επιδημία» ή «ασθένεια», οι οποίες είναι υπεράνω και/ή εκφεύγουν της ανθρώπινης προβλεψιμότητος και/ή επιμέλειας. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η πανδημία COVID-19 θα συνιστούσε ίσως έναν επαρκή λόγο, ο οποίος θα ενέπιπτε εν τη εννοία του λόγου ανωτέρας βίας και συνεπώς ο επικαλούμενος αυτής, θα μπορούσε να απεμπλακεί και/ή να αποδεσμευθεί ευχερέστερα, εκ των συμβατικών του υποχρεώσεων, όπως αυτές έχουν συνομολογηθεί και/ή συμφωνηθεί.

Στην περίπτωση κατά την οποία, σύμβαση δεν εμπεριέχει το σχετικό όρο και/ή ρήτρα, περί πανδημίας και/ή επιδημίας, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον μια τέτοια πανδημία θα μπορούσε να τεθεί υπό το πρίσμα είτε της ¨Θεϊκής Πράξεως» (Act of God) είτε της «Πράξη της Κυβερνήσεως» (Act by Government). Δεδομένης της ανυπαρξίας, σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, εις το Κοινοδίκαιο, η πανδημία COVID-19, θα δύνατο να ενταχθεί εν τη εννοία των προαναφερθεισών κατηγοριών ανωτέρας βίας. Θα πρέπει να τονισθεί πως με βάση τη νομολογία δεν είναι απαραίτητο να παρέχονται και/ή να καταγράφονται, κατά τη συνομολόγηση συμβάσεως και/ή συμφωνίας, λεπτομερώς οι ρήτρες εξαιρέσεων. Είναι αρκετό να γίνεται καταγραφή ονομαστικώς, των πραγματικών εννοιών, οι οποίες δύνανται να παρέχουν την δυνατότητα επικλήσεως των ρητρών ανωτέρας βίας. Οι περαιτέρω και/ή καλύτερες λεπτομέρειες των ρητρών ανωτέρας βίας, είναι θέμα ερμηνείας, η οποία διεξάγεται κατά την ακροαματική διαδικασία, από τα Δικαστήρια της ουσίας.

Αδυναμία εκτέλεσης Συμβάσεως και/ή Συμφωνίας, λόγω Ανωτέρας Βίας

Συμβαλλόμενο μέρος δύναται να επικαλεστεί λόγους ανωτέρας βίας, δια την ματαίωση και/ή αναβολή εκτέλεσης, όρων και/ή προνοιών συμβολαίου. Ενδεχόμενη επίκληση του λόγου ανωτέρας βίας, από συμβαλλόμενο, δύναται να του παράσχει την ευχέρεια και/ή δυνατότητα, να ματαιώσει και/ή να αναβάλει, την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, που υπό κανονικάς συνθήκας θα θεωρείτο παράβαση συμφωνίας. Ο επικαλούμενος συμβαλλόμενος, του λόγου ανωτέρας βίας, θα πρέπει να αποδείξει αυστηρώς την αιτιώδη συνάφεια, μεταξύ του επερχόμενου γεγονότος, το οποίο επικαλείται, ως ανωτέρα βία και της αντικειμενικής αδυναμίας, εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του, που απορρέουν από συγκεκριμένη σύμβαση και/ή συμφωνία.

Αναφορικά με την πανδημία COVID-19, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως εάν ο επικαλούμενος λόγος ανωτέρας βίας, απορρέει από αυτήν καθ’ εαυτή την αδυναμία εκτέλεσης των όρων της σύμβασης, τότε δύναται να στοιχειοθετηθεί επαρκώς, η τοιαύτη επίκληση. Επί παραδείγματι, εάν ο ένας εκ των δύο συμβαλλομένων θα πρέπει να τεθεί σε αυτοαπομόνωση (καραντίνα) και/ή υπάρχει αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσης ορισμένου όρου συμφωνίας, τότε η επίκληση του λόγου ανωτέρας βίας και εφόσον αυτός είναι σε αιτιώδη συνάφεια, με την αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσης του σκοπού αυτού, δύναται να οδηγήσει σε επαρκή αιτιολόγηση του επικληθέντος λόγου, ανωτέρας βίας.

Στην περίπτωση όμως κατά την οποία, ο λόγος ανωτέρας βίας συνδέεται με την κερδοφορία ορισμένου όρου σύμβασης, είναι πολύ πιθανόν η επίκληση του λόγου ανωτέρας βίας, να μην αποτελεί επαρκή δικαιολογία δια αναβολή και/ή ματαίωση όρων συμφωνίας. Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε, πως σύμφωνα με το Αγγλικό Κοινοδίκαιο, δεν παρέχεται η δυνατότητα επίκλησης του λόγου ανωτέρας βίας αφειδώς στα συμβαλλόμενα μέρη και τοσούτω μάλλον σε χαλεπούς, από οικονομικής απόψεως καιρούς (οικονομική ύφεση, διεθνής ναυτιλιακές και/ή πετρελαϊκές κρίσεις, περίοδοι οικονομικής λιτότητας).

Υποχρέωση λήψεως εύλογων μέτρων, προς μετριασμό των συνεπειών που θα προκύψουν από την ματαίωση και/ή αναβολή εκπληρώσεως όρων σύμβασης/συμφωνίας

Συμβαλλόμενος που προτίθεται να επικαλεστεί λόγο ανωτέρας βίας, θα πρέπει να λάβει όλα τα ευλόγως ενδεικνυόμενα μέτρα, ούτως ώστε να μετριασθούν οι όποιες συνέπειες ήθελε προκύψει, από μια τέτοια ανώμαλη εξέλιξη.

Ο όρος «ευλόγως ενδεικνυόμενα μέτρα» έχει αντικειμενικώς ερμηνευθεί πλειστάκις και εξαρτάται κάθε φορά από την φύση και το αντικείμενο της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, η διαθεσιμότητα και το κόστος των εναλλακτικών επιλογών, θα κρίνουν το εύλογο των μέτρων αυτών.

Ειδοποίηση περί προθέσεως επικλήσεως Ανωτέρας Βίας

Ο προτιθέμενος συμβαλλόμενός, που επιδιώκει την ματαίωση και/ή αναβολή συγκεκριμένων όρων σύμβασης και/ή συμφωνίας, θα πρέπει εγκαίρως και/ή εγκύρως να προβεί σε γνωστοποίηση της προθέσεως του ταύτης, προς τον αντισυμβαλλόμενο του, μετά του οποίου συνεβλήθησαν αμοιβαίως.
Συνήθως, στα πλαίσια συμβάσεων που αφορούν τον κατασκευαστικό κλάδο, υπάρχει αυστηρά χρονική προθεσμία, η τήρηση της οποίας είναι καθοριστικής σημασίας, για την μετέπειτα άσκηση και/ή επίκληση του δικαιώματος ανωτέρας βίας. Τουτέστιν, μη έγκαιρη τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων γνωστοποιήσεως του λόγου ανωτέρας βίας, έναντι του αντισυμβαλλομένου, αυτομάτως εξουδετερώνει το δικαίωμα ασκήσεως του τελευταίου.
Στην περίπτωση της πανδημίας COVID-19, η πλειοψηφία των συμβαλλομένων μερών έσπευσε να υιοθετήσει και/ή να επικαλεστεί λόγους ανωτέρας βίας, δια γνωστοποιήσεων και/ή ανακοινώσεων, των οποίων η εγκυρότητα αμφισβητείται και/ή πόρρω απέχει από τα κριτήρια που επιβάλλει η ημεδαπή και/ή αλλοδαπή νομολογία.

Η Αρχή της Ματαιώσεως (Doctrine of Frustration)

Εν τη απουσία επακριβούς και/ή σαφούς νομοθετικής προβλέψεως και/ή ρυθμίσεως, της νομικής έννοιας της ανωτέρας βίας, το Αγγλικό Κοινοδίκαιο, όπως και το ημεδαπό Δίκαιο προβλέπουν πως τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επικαλεσθούν την Αρχή της Ματαιώσεως μιας συμβάσεως, σε περιπτώσεις που καθορίζονται νομοθετικώς, εις το Άρθρο 56 – (2), του περί Συμβάσεων Νόμου – ΚΕΦ. 149.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε, πως η ως άνω νομοθετική διάταξη δεν βρίσκει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου οι ίδιοι οι συμβληθέντες, ρητώς ενσωμάτωσαν εις την σύμβαση ειδικό όρο, περί ανωτέρας βίας. Το αντίθετο θα ήτο εξόφθαλμα αντισυνταγματικό, καθότι θα αντίκειτο έναντι του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι ελευθέρως.

Η Αρχή της Ματαιώσεως δύναται να ισχύσει όταν:

1) Το γεγονός που επήλθε δεν ήταν εξ υπαιτιότητος, των συμβαλλομένων μερών
2) Το απροσδόκητο γεγονός και/ή η περίσταση επέρχεται μετά τη σύναψη της σύμβασης και δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί από τα μέρη
3) Καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη η εκπλήρωση του σκοπού της συμβάσεως, με αποτέλεσμα ακόμη και εάν τα μέρη επιθυμούσαν την εκπλήρωση του αρχικού σκοπού, θα έπρεπε να συνομολογήσουν νέα σύμβαση.

Η Αρχή της Ματαιώσεως συμβάσεως, δύναται να καταστήσει το σκοπό μιας συμφωνίας, αντικειμενικά ανεκπλήρωτο. Η επίκληση της Αρχής της Ματαιώσεως γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και φέρει βάρος απόδειξης, πολύ υψηλότερο σε σχέση με την επίκληση της ανωτέρας βίας, ως λόγο μη εκπληρώσεως της συμβάσεως.

Εξαιτίας του ξεσπάσματος της πανδημίας COVID-19, υπάρχει πρόθεση από πολλές κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε ψήφιση νόμων, μέσω των οποίων θα δίδεται η ευχέρεια στα συμβαλλόμενα μέρη, να καθιστούν ανεκπλήρωτο συγκεκριμένο σκοπό σύμβασης, δια τον λόγο αφενός της απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών και αφετέρου της αυτόματης μεταβολής του νομικού καθεστώτος. Με άλλα λόγια, ταξιδιωτικοί πράκτορες θα μπορούσαν ενδεχομένως να ακυρώσουν και/ή να αναβάλουν την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, εάν λόγω πανδημίας και ταυτόχρονης μεταβολής του νομοθετικού πλαισίου, η προσφορά υπηρεσιών αυτού του είδους, καθίσταται αντικειμενικά ανεκπλήρωτη.

Εισηγήσεις:

Σε κάθε περίπτωση, τα συμβαλλόμενα μέρη προτρέπονται να γνωρίζουν επακριβώς τις υποχρεώσεις και/ή τα δικαιώματα τους, όπως αυτά απορρέουν από την συναφθείσα σύμβαση. Να εξακριβώσουν, επακριβώς και ενδελεχώς κατά πόσον ενυπάρχει είτε ρήτρα λόγου ανωτέρας βίας είτε πρόνοια, περί της Αρχής της Ματαιώσεως. Επιπλέον, τα συμβαλλόμενα μέρη προτρέπονται όπως εξετάσουν προσεχτικά ενδεχόμενο λόγο αδυναμίας εκπλήρωσης όρων σύμβασης και κατά πόσον η εν λόγω αδυναμία συνδέεται με το ξέσπασμα της παρούσας υγειονομικής κρίσης.
Τέλος θα ήτο νομικά ορθό και δέον, οι συμβαλλόμενοι και ειδικότερα οι επιχειρήσεις, να αναθεωρήσουν τον τρόπο λειτουργίας τους, ακριβώς λόγω πανδημίας COVID-19 και να εξεύρουν τρόπους και λύσεις, επί σκοπώ μετριασμού των αρνητικών συνεπειών, που επισώρευσε η κρίση. Κάτι τέτοιο, ενδεχομένως να αποδείκνυε, ενώπιον Δικαστηρίου, πως ο συμβαλλόμενος που έκανε επίκληση του λόγου ανωτέρας βίας, έπραξε τα δέοντα και/ή έλαβε όλα τα ενδεικνυόμενα εύλογα μέτρα, προς μετριασμό των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας.

Εν κατακλείδι και έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, θα ήτο σώφρων και νομικά φρόνιμο, όπως όλοι επιδείξουμε, αυτές τις δύσκολες στιγμές, ευελιξία και/ή προσαρμοστικότητα κατά τη σύναψη συμβάσεων, διότι ο βαθμός επίδρασης των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης, στην μετά-πανδημίας εποχή, ο οποίος θα διαφοροποιήσει και/ή θα μεταβάλει κατά πολύ, το πεδίο των συμβάσεων, δύσκολα δύναται να προβλεφθεί επακριβώς. Σε κάθε περίπτωση, η αέναος επιμόρφωση και/ή γνώση και/ή έγκυρη ενημερότητα, επί καθημερινής βάσεως, των αλλαγών και/ή εξελίξεων, δύναται να αποτελέσει το κατάλληλο «νομικό αντίδοτο», των «παρενεργειών» της πανδημίας COVID-19.

Θεοχαρίδης Κ. Αναστάσης

Πηγές:

1. Xenophontos v. Tyrimou (1984) 1 C.L.R. 23
2. Unlois Parking Services v. Δήμος Λευκωσίας (2012)
3. Ο περί Συμβάσεων Νόμος – ΚΕΦ. 149
4. Πολύβιος Γ. Πολυβίου «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Β, Εκδόσεις Χρυσαφίνης και Πολυβίου