Περί δεδικασμένου ο λόγος

Περί Δεδικασμένου ο λόγος

Συνήθης ο όρος αυτός στον χώρο του ποινικού Δικαίου. Εγείρεται δε τέτοιο ζήτημα/θέμα, σε ποινική δίκη, όταν ο κατηγορούμενος έχει ήδη κατηγορηθεί και καταδικαστεί για αδίκημα και ξανά, οδηγείται ενώπιον δικαστηρίου, κατηγορείται για τις ίδιες κατηγορίες και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να καταδικαστεί, για δεύτερη φορά. Σε μία τέτοια περίπτωση, υποχρεούται ο κατηγορούμενος να προβάλει την ειδική αυτή απάντηση, περί υπάρξεως δεδικασμένου και το εκδικάζον Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας, των πραγματικών δεδομένων και του όλου τεθειμένου υλικού που θα είναι ενώπιον του, να αποφασίσει εάν πρέπει να απαλλάξει τον κατηγορούμενο ή όχι.

Το ενδιαφέρον αυτό θέμα, απησχόλησε προσφάτως το Ανώτατο Δικαστήριο, του οποίο το σκεπτικό του καταγράφεται.

Αναφέρει λοιπόν η Απόφαση: <Το δόγμα του δεδικασμένου στη σφαίρα του ποινικού δικαίου εφαρμόζεται υπό τον τύπο του αποφθέγματος nemo debet bis vexari pro una et eadem causa ή, nemo debet bis puniri pro una delicto, δηλαδή κανένας δεν υποβάλλεται για δεύτερη φορά στον κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο ως το «rule against double jeopardy»>. Σημειούται όμως πως, για να μπορεί να εφαρμοστεί το δόγμα, όπως και πιο πάνω αναφέραμε, πρέπει ο κατηγορούμενος να είχε τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης σε προηγούμενη υπόθεση για το ίδιο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται.

Η λέξη «αδίκημα» (offence) κατά τον Lord Devlin στην υπόθεση Connelly v. Director of Public Prosecutions [1964] Α.C. 1254, περιλαμβάνει τόσο τα γεγονότα που συνιστούν το αδίκημα όσο και τα νομικά χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν αδίκημα. Για να είναι εφαρμοστέο το δόγμα πρέπει να πρόκειται για το ίδιο αδίκημα τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και το νόμο.

Η πιο πάνω βασική ποινική αρχή, εμπεριέχεται στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος μας, το οποίο ορίζει πως ο «απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα», ενώ η δυνατότητα προβολής των ειδικών απαντήσεων του autrefois acquit και autrefois convict είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη στην Κύπρο με το άρθρο 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο έχει ως αντικείμενο την κωδικοποίηση του κοινού δικαίου στο θέμα αυτό. Το δε άρθρο 91 του ιδίου Νόμου, παρέχει την ευχέρεια απόσυρσης κατηγορίας, με την έγκριση του Δικαστηρίου, οπότε ο κατηγορούμενος αθωώνεται εάν η κατηγορία αποσυρθεί μετά από την απολογία του σε αυτή, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί βάσει του άρθρου 154 του εν λόγω Νόμου να διακόψει υφιστάμενη διαδικασία, με αναστολή δίωξης και να απαλλαγεί ο κατηγορούμενος, χωρίς η απαλλαγή του να συνιστά κώλυμα στην ενσωμάτωση των κατηγοριών που αποσύρθηκαν σε νέο κατηγορητήριο. Αναφέρεται δε στην υπόθεση G. Araouzos & Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131, ότι: «In our opinion, when the provisions of paragraph(2) of Article 12 of our Constitution are construed against the background of the relevant principles of English Law, to which such provisions were intended to give constitutional effect, it becomes abundantly clear that the term “acquitted” (“απαλλαγείς” in the Greek official text of the said paragraph (2)) means acquitted on the merits and not merely discharged as a result of entering a nolle prosequi.»

Εν τελευταία αναλύσει, ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πραγματικά τεθεί σε κίνδυνο, για να μπορεί να επιτύχει με αυτό τον τρόπο η ειδική απολογία.

ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ