Αμερολήψια και προκατάληψη, εν σχέση με δικαστήριο

Αμερολήψια και προκατάληψη, εν σχέση με Δικαστήριο

Μελετώντας, την Νομολογία, αρκετές φορές, εντοπίζουμε αποφάσεις, οι οποίες με πληρότητα, αρτιότητα και δικαιότητα, αποτύπωνουν τις βασικές αρχές του Δικαίου, όχι μόνον του τεθειμένου αλλά και του φυσικού.

Μία από αυτές, είναι η σημερινή, η οποία ασχολείται με το θέμα της αμεροληψίας και της προκατάληψης. Αξίξει δε να αναφερθεί πως, η απόφασις, δόθηκε από τον αείμνηστο και έντιμο πραγματικά, μακαριστό Εφέτη Τάκη Ηλιάδη, του οποίου οι αποφάσεις αλλά και το πλούσιο συγγραφικό του έργο, αποτελούν φάρο για τον κάθε νομικό.

Η αμεροληψία λοιπόν του Δικαστηρίου, αποτελεί ένα από τα βασικά εχέγγυα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης που κατοχυρώνεται τόσο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και με τις πρόνοιες του Συντάγματος.

Το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης προνοεί ότι, “Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσις του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.”

Η ανεξαρτησία και αμεροληψία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου κατοχυρώνεται και με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο προνοεί ότι, “Έκαστος κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.”

Οι προεκτάσεις του άρθρου 30.2 του Συντάγματος εξετάστηκαν στην Κύπρο από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχετική υπόθεση[1], όπου τονίστηκε ότι, “Το κριτήριο για την εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές.”

Το θέμα της προκατάληψης εξετάστηκε σε Αγγλική απόφαση[2] . Το βασικό ερώτημα είναι αν η αμφιβολία για τη μη ύπαρξη αμεροληψίας είναι “υποκειμενικά δικαιολογημένη”. Στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark[3] ένας Δικαστής στη Δανία που είχε εκδώσει διατάγματα για την κράτηση και απομόνωση του κατηγορουμένου, συμμετέσχε αργότερα ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την ποινική υπόθεση εναντίον του ίδιου κατηγορουμένου. Άνκαι για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης ο Δικαστής θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι υπήρχε “μια ιδιαίτερα επιβεβαιωτική υποψία ενοχής” (particularly confirmed suspicion of guilt), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν ειδικά περιστατικά (special circumstances) που θα δημιουργούσαν μια νόμιμη αμφιβολία (legitimate doubt) ως προς την αμεροληψία του Δικαστή για τη μετέπειτα εξαίρεση του[4].

Σαφώς και οι διάδικοι δεν μπορούν να καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Ο διάδικος που επιζητεί την εξαίρεση ενός δικαστή θα πρέπει να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του για παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης. Όπως έχει τονισθεί[5] “Αναντίλεκτο είναι ότι η επίλυση νομικού ζητήματος πρωτοδίκως ή κατ’ έφεση δεν αποκλείει τη συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του ιδίου, όμοιου ή παρεμφερούς νομικού ζητήματος[6]. Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται: “One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him.” Ελληνιστί, “Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει.”

Έχει επίσης αποφασιστεί ότι ένας Δικαστής δεν κωλύεται λόγω προκατάληψης να εξετάσει τρίτη διαδοχική αίτηση για την κράτηση ενός υπόπτου προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, άνκαι έχει ήδη εκδώσει προηγουμένως άλλα δύο διατάγματα κράτησης εναντίον του ίδιου υπόπτου[7] και ότι η έκδοση απόφασης από ένα Δικαστή πάνω σε ένα συγκεκριμένο νομικό σημείο, δεν τον εμποδίζει να εξετάσει το ίδιο νομικό σημείο σε άλλη υπόθεση, είτε μεταξύ των ίδιων διαδίκων, είτε μεταξύ άλλων διαδίκων[8].

Γίνεται κατανοητό πως, εισήγηση τέτοια, περί αμεροληψίας και ή προκάληψης, θα πρέπει ειδικώς, συγκεκριμένως και επαρκώς να αποδεικνύεται και πάντως, η κάθε περίπτωση, με τα ιδικά της χαρακτηριστικά, θα κριθεί και θα αποφασιστεί κατά πόσον υπήρξε ή όχι παράβαση των βασικών αυτών αρχών. Θεωρούμε όμως πως, σε πραγματικά Κράτη Δικαίου και σεβόμενα αυτά τις θεμελιώδεις Αρχές, παραβάσεις τέτοιου είδους, δεν συντρέχουν και δεν χωρούν.

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ

[1] Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268

[2]Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2001] 1 All ER 65, στην οποία καθορίσθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν το θέμα. (Βλ. επίσης Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All ER 577 (HL) και Taylor and another v. Lawrence and another [2002] 2 All ER 353)

[3] (A 154 para 59 [1989]

[4] Βλέπε επίσης την απόφαση Sainte Marie v. France (A 253 – A para 32 [1992]) στην οποία η προηγούμενη συμμετοχή δύο Δικαστών του Γαλλικού Εφετείου που είχαν καταδικάσει τον αιτητή για παράνομη κατοχή όπλων σε σύνθεση άλλου δικαστηρίου που απέρριψε την αίτηση του να αφεθεί ελεύθερος, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ανησυχίες για έλλειψη αμεροληψίας. (Βλ. επίσης Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη και Άλλων (2003) (1Β) Α.Α.Δ. 837).

[5] υπόθεση Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 80,

[6] Razis and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 309, Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304

[7] Economides and Georghiou v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301

[8] Razis and another v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 309